- αρχιφύλακας
- ο (Α ἀρχιφύλακας, -ακος)ο επικεφαλής των φυλάκων σε κάποια μονάδα ή φυλάκιονεοελλ.βαθμός ανώτερος από τον βαθμό του αστυφύλακα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρχιφύλακας — ο προϊστάμενος των φυλάκων στις φυλακές, υπαξιωματικός στην αστυνομία πόλεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Греческая полиция — Отряд по восстановлению общественного порядка Мотоциклетная полицейская к … Википедия
Полиция Греции — Отряд по восстановлению общественного порядка … Википедия
Cities Police — Astynomia Poleon Αστυνομία Πόλεων Cities Police badge, 1974–1984 … Wikipedia
Police rank — Lists of the ranks of various police agencies and forces all around the World: Contents 1 Australia 2 Belgium 3 Brazil 4 Canada 5 … Wikipedia
αγάς — (από το τούρκ. Agmak = αvυψώvoμαι, ανέρχομαι).Τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού άρχοντα στην Τουρκία. Αρχικά σήμαινε μεγάλος κύριος, αρχηγός. Από τους ανακτορικούς βαθμούχους διακρίνονταν ο χαζνεντάρ α. (θησαυροφύλακας), ο κιζλάρ α.(φύλακας του… … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
Σωτηρίου, Ζήσης — Αγωνιστής του 1821 και λόγιος. Καταγόταν από τον Όλυμπο. Κατά την Επανάσταση αγωνίστηκε στη Χαλκιδική κάτω από τις διαταγές του Εμμ. Παπά και, μετά την καταστολή της, πήρε μέρος σε διάφορες μάχες στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Το 1834… … Dictionary of Greek
Φρόνερ, Βίλελμ — (Fröhner, Καρλσρούη 1835 – Παρίσι 1926). Γερμανός αρχαιολόγος και συλλέκτης παλαιών αντικειμένων τέχνης, που πολιτογραφήθηκε Γάλλος. Ήταν, για μερικά χρόνια αρχιφύλακας στο Μουσείο του Λούβρου, του οποίου δημοσίευσε τον κατάλογο των ελληνικών… … Dictionary of Greek